κουράζομαι, κουραζόμουν(α), θα κουράζομαι, να κουράζομαι. β' ενικ. κουράζεσαι, κουραζόσουν(α), θα κουράζεσαι, να κουράζεσαι. γ' ενικ. κουράζεται, κουραζόταν(ε) ... |
EL.png κουράζομαι. ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ. Οριστική. κουράζομαι; κουράζεσαι; κουράζεται; κουραζόμαστε; κουράζεστε; κουράζονται. Υποτακτική. νά κουράζομαι; νά κουράζεσαι; νά ... |
κουράζομαι. αισθάνομαι αδυναμία; καταβάλλω υπερβολική προσπάθεια για να πετύχω κάτι. Συγγενικά. επεξεργασία · κούραση · κουραστικός. Σύνθετα. |
εγω, θα κουρασθώ. εσυ, θα κουρασθείς. αυτος;αυτή;αυτό, θα κουρασθεί. εμείς, θα κουρασθούμε. εσείς, θα κουρασθείτε. αυτοί;αυτές;αυτά, θα κουρασθούν ... |
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur ; θα κουράζομαι θα κουράζεσαι θα κουράζεται θα κουραζόμαστε θα κουράζεστε θα κουράζονται, θα κουραστώ θα κουραστείς θα κουραστεί θα κουραστούμε |
P1424 P058 L277 …θε σημασία που σας δίνεται.| 1. κουράστηκα, ταλαιπωρήθηκα: π.χ. 1. Μου βγή… κουράστηκαν (8) [κουράζομαι ... |
Επιλ. Εγκλ. / Χρόνου ; κουράζεσαι ; κουράζεται ; κουραζόμαστε, κουραζόμεθα (λόγ.) ; κουράζεστε κουραζόσαστε (προφ.) κουράζεσθε (λόγ.). |
21 февр. 2023 г. · Can someone explain me the difference between εγώ κουράζω and εγώ κουράζομαι? Really confused with this one. |
Κύριες μεταφράσεις. Αγγλικά, Ελληνικά. tire yourself out v expr, informal (do sth to point of exhaustion), εξουθενώνομαι, εξαντλούμαι, κουράζομαι ρ αμ. |
E, Pres ent, κουράζω, κουράζουμε, κουράζομε, κουράζομαι, κουραζόμαστε. κουράζεις, κουράζετε, κουράζεσαι, κουράζεστε, κουραζόσαστε. |
Novbeti > |
Axtarisha Qayit Anarim.Az Anarim.Az Sayt Rehberliyi ile Elaqe Saytdan Istifade Qaydalari Anarim.Az 2004-2023 |