Συνώνυμα. επεξεργασία · εξαντλούμαι · καταβάλλομαι · καταπονούμαι. Μεταφράσεις. επεξεργασία. κουράζομαι. αγγλικά : I am tired · γαλλικά : se fatiguer; ισπανικά ... |
προκαλώ το αίσθημα της κούρασης (με κουράζει πολύ η δουλειά που κάνω) (Έχει αντίθετα), κόβω τα γόνατα / τα χέρια, Ρ. μετ. 1079 ; ενοχλώ κάποιον με συνεχή ομιλία, ... |
: κουράστηκα, μτχ.π.π.: κουρασμένος. προξενώ σε κάποιον σωματική ή ψυχική κούραση, καταπονώ. ⮡ Με κούρασε το σκάψιμο όλη μέρα. ⮡ Με κουράζει αυτός ο ... |
Μάθετε τον ορισμό του "κουράστηκα". Ελέγξτε την προφορά, τα συνώνυμα και τη γραμματική. Εξετάστε τα παραδείγματα χρήσης του "κουράστηκα" στο σύνολο της ... |
κουράστηκα ; δεν αντέχω άλλο περίφρ ; έχω σιχαθεί περίφρ ; μπούχτισα, βαρέθηκα, κουράστηκα, σιχάθηκα ρ μ ; I'm sick and tired of living in this freezing cold house. Не найдено: συνώνυμα | Нужно включить: συνώνυμα |
Επιλ. Εγκλ. / Χρόνου ; κουράστηκα, εκουράσθην (λόγ.) κουράσθηκα (λόγ. χαρακτ.) ; κουράστηκες, εκουράσθης (λόγ.) κουράσθηκες (λόγ. χαρακτ.) ; κουράστηκε, εκουράσθη ... |
Μάθετε τον ορισμό του "κουράζομαι". Ελέγξτε την προφορά, τα συνώνυμα και τη γραμματική. Εξετάστε τα παραδείγματα χρήσης του "κουράζομαι" στο σύνολο της ... |
ΣΙΧΆΘΗΚΑ ; be sick and tired of sth v expr, informal (have had enough of), έχω μπουχτίσει, έχω βαρεθεί, έχω κουραστεί περίφρ ; δεν αντέχω άλλο περίφρ ; έχω σιχαθεί ... |
ΦΡ βγήκε ο λαιμός μου (να φωνάζω), κουράστηκα να φωνάζω δυνατά. γ. εξαλείφομαι: Οι λεκέδες από κόκκινο κρασί βγαίνουν δύσκολα. Bγήκε το χρώμα του υφάσματος ... |
Συνώνυμο του “ξεκωλωμένη, ξεκωλιασμένη” (ρήμα ξεπατώνω, αφανίζω). Μτφρ ξεπατώνομαι στη δουλειά, μου βγήκε ο πάτος, κουράστηκα υπερβολικά. Συνώνυμο του ... |
Novbeti > |
Axtarisha Qayit Anarim.Az Anarim.Az Sayt Rehberliyi ile Elaqe Saytdan Istifade Qaydalari Anarim.Az 2004-2023 |