: κουράζομαι, π.αόρ.: κουράστηκα, μτχ.π.π.: κουρασμένος. προξενώ σε ... κουράζομαι, κουραζόμουν(α), θα κουράζομαι, να κουράζομαι. β' ενικ. κουράζεσαι ... |
Κύριες μεταφράσεις. Αγγλικά, Ελληνικά. tire yourself out v expr, informal (do sth to point of exhaustion), εξουθενώνομαι, εξαντλούμαι, κουράζομαι ρ αμ. |
ενοχλώ κάποιον με συνεχή ομιλία, θόρυβο κτλ. προκαλώντας του δυσφορία (με κουράζει η πολυλογία του) (Έχει αντίθετα πεδίου) Φράσεις, ζαλίζω, Ρ. μετ. 1288. |
Μάθετε τον ορισμό του "κουράζομαι". Ελέγξτε την προφορά, τα συνώνυμα και τη γραμματική. Εξετάστε τα παραδείγματα χρήσης του "κουράζομαι" στο σύνολο της ... |
κουράζω [kurázo] -ομαι Ρ2.1 : ANT ξεκουράζω. 1. προκαλώ κούραση σε κπ.: Mε κουράζει πολύ αυτή η δουλειά. Kουράστηκα να περπατάω τόση ώρα. |
κουράζω ; tire sb vtr, (make tired), κουράζω ρ μ ; (πιο έντονο), εξαντλώ, καταπονώ ρ μ ; The hike had tired Agatha, so she went to bed early. ; Η πεζοπορία κούρασε ... |
... (κουράζομαι, αποκάμνω, αποσταίνω, κομμαρεύω)απεγκλωβίζω (αποδεσμεύω, ξεμπλοκάρω) [απεγκλωβίζομαι=αποδεσμεύομαι]απειθαρχώ (απειθώ, στασιάζω, ανταρσιάζω ... |
κουράζομαι · κουράζομαι, βαριέμαι; κουράζω; κουράζω κπ με · κουραμπιές · κουράριο · κουράρω · κούρασα · κουρασάνι · Κουρασάο · κούραση · κουρασμένος. κουράζω ... |
Επιλ. Εγκλ. / Χρόνου ; κουράζεσαι ; κουράζεται ; κουραζόμαστε, κουραζόμεθα (λόγ.) ; κουράζεστε κουραζόσαστε (προφ.) κουράζεσθε (λόγ.). |
Novbeti > |
Axtarisha Qayit Anarim.Az Anarim.Az Sayt Rehberliyi ile Elaqe Saytdan Istifade Qaydalari Anarim.Az 2004-2023 |