Ετυμολογία. επεξεργασία. κουράζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουράζω (αρχική σημασία: τιμωρώ με κούρεμα) < αρχαία ελληνική κουρά -κούρεμα. Προφορά. |
|| (παθ.) αισθάνομαι κούραση: Οι ηλικιωμένοι κουράζονται εύκολα. Mόλις κουραστείς, πες μου να οδηγήσω εγώ. 2. υποβάλλω κπ. ή κτ. σε μια προσπάθεια που ξεπερνά, ... |
κουράζω ; tire sb vtr, (make tired), κουράζω ρ μ ; (πιο έντονο), εξαντλώ, καταπονώ ρ μ ; The hike had tired Agatha, so she went to bed early. ; Η πεζοπορία κούρασε ... |
Κουράζω (tire) conjugation ; κουράζω. I tire ; κουράζεις. you tire ; κουράζει. he/she tires ; κουράζουμε. we tire ; κουράζετε. you all tire. |
EL.png κουράζω. ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ. Οριστική. κουράζω; κουράζεις; κουράζει; κουράζουμε; κουράζετε; κουράζουν. Υποτακτική. νά κουράζω; νά κουράζεις; νά κουράζει; νά ... |
Inherited from Byzantine Greek κουράζω (kourázō, “initial meaning: cut hair as a penalty”), from the ancient κουρ(ά) f (kour(á), “cropping of the hair”) + ... |
Μάθετε τον ορισμό του "κουράζω". Ελέγξτε την προφορά, τα συνώνυμα και τη γραμματική. Εξετάστε τα παραδείγματα χρήσης του "κουράζω" στο σύνολο της Ελληνικά ... |
E, Pres ent, κουράζω, κουράζουμε, κουράζομε, κουράζομαι, κουραζόμαστε. κουράζεις, κουράζετε, κουράζεσαι, κουράζεστε, κουραζόσαστε. |
| Για να μην σας κουράζω, θεωρώ ότι πρέπει εσείς ως Πρόεδρ… κουράσει (9) ... Δεν θα κουράσω το κείμενο με τα γνωστά: τον χαμη… κούρασαν (3) [κουράζω - V:J3p]. |
Λέξη: κουράζω (Το μεγαλύτερο Κλιτικό λεξικό Νέας & Λόγιας) Δείτε και: Συνώνυμα - Σημασία Γνωμικά κ.ά. Ομόρριζα Λεξικά Δημοτικού |
Novbeti > |
Axtarisha Qayit Anarim.Az Anarim.Az Sayt Rehberliyi ile Elaqe Saytdan Istifade Qaydalari Anarim.Az 2004-2023 |