αοριστοσ χτυπω - Axtarish в Google
Αόριστος, Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική, Προστακτική, Απαρέμφατο. α' ενικ. χτύπησα, θα χτυπήσω, να χτυπήσω, χτυπήσει. β' ενικ. χτύπησες, θα χτυπήσεις, να χτυπήσεις ...
χτυπάω; χτυπάς; χτυπά; χτυπούμε; χτυπάτε; χτυπούν. Υποτακτική. νά χτυπάω; νά χτυπάς ... ΑΟΡΙΣΤΟΣ. Οριστική. χτύπησα; χτύπησες; χτύπησε; χτυπήσαμε; χτυπήσατε ...
χτυπώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χτυπῶ < αρχαία ελληνική κτυπῶ → και δείτε τη λέξη χτυπάω. Προφορά. επεξεργασία.
Στον αόριστο της οριστικής: -ησα, -ήσες, -ησε, ησαμε, ησατε, -ησαν (πάντοτε με η). 2. Μερικά ρήματα σχηματίζουν τον αόριστο της οριστικής σε: α. -ασα ...
E, Pres ent, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάμε, χτυπούμε, χτυπιέμαι, χτυπιόμαστε. χτυπάς, χτυπάτε, χτυπιέσαι, χτυπιέστε, χτυπιόσαστε. χτυπάει, χτυπά, χτυπάν(ε), ...
Ενεστώτας. Παρατατικός. Αόριστος. Εξακ. Μέλλοντας ; εγώ χτυπιέμαι. χτυπιόμουν. χτυπήθηκα. θα χτυπιέμαι ; εσύ χτυπιέσαι. χτυπιόσουν. χτυπήθηκες. θα χτυπιέσαι.
ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist ; χτύπησα χτύπησες χτύπησε χτυπήσαμε χτυπήσατε χτύπησαν, να χτυπήσω να χτυπήσεις να χτυπήσει να χτυπήσουμε να χτυπήσετε να χτυπήσουν, χτύπησε
χτυπω ελληνικα. χτυπω κλιση. χτυπώ ελληνικά. χτυπώ κλίση. χτυπώ ... αόριστος, παρακείμενος, υπερσυντέλικος, συντελεσμένος μέλλοντας, εξακολουθητικός ...
1. (μτφ.) έντονος: ~ές: εικόνες. Βλ. · 2. που έχει χτυπηθεί· ειδικότ. που έχει παρασκευαστεί με χτύπημα, χτυπημένος: ~ός: καφές (: φραπέ). ~ή: ζύμη. · 3.
Novbeti >

 -  - 
Axtarisha Qayit
Anarim.Az


Anarim.Az

Sayt Rehberliyi ile Elaqe

Saytdan Istifade Qaydalari

Anarim.Az 2004-2023