Μετοχή. επεξεργασία. κουρασμένος, -η, -ο. που έχει κουραστεί, που νιώθει κούραση; ( ... |
Κύριες μεταφράσεις. Αγγλικά, Ελληνικά. tired adj, (needing sleep), κουρασμένος μτχ πρκ. The tired child fell asleep on the way home. |
What does κουρασμένος (kourasménos) mean in Greek? ; βεβαρυμένος, ανιαρός ; wearied adjective ; κουρασμένος ; washed-out adjective ; ξεθωριασμένος. |
10 сент. 2021 г. · #1 Δοκίμασε ένα ήπιο πρόγραμμα γυμναστικής. Ναι, ακούγεται οξύμωρο! Όταν νιώθεις κουρασμένος, η π είναι το τελευταίο πράγμα που έχεις όρεξη να ... |
Participle. edit. κουρασμένος • (kourasménos) m (feminine κουρασμένη, neuter κουρασμένο). tired, worn out. Είμαι κουρασμένος, κατάκοπος από την πολλή δουλειά. |
μασταν πολύ καλοί καθώς ήμασταν κουρασμένοι από το τρίτο συνεχόμενο παιχνίδ… Εμφάνιση λέξης. κουρασμένος (26) [κουρασμένος - A:Nms] ... Τόσο κουρασμένος είμαι". |
Δυσκολία ή αδυναμία έναρξης κάποιας δραστηριότητας (υποκειμενικό αίσθημα αδυναμίας). Μειωμένη δυνατότητα για διατήρηση της δραστηριότητας (εύκολη κόπωση). |
κουρασμέν|ος <-η, -ο> [kurazˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ. κουρασμένος. müde. Παραδειγματικές φράσεις με κουρασμένος. κουρασμένος. müde. Θέλετε να μεταφράσετε μια πρόταση; ... |
Novbeti > |
Axtarisha Qayit Anarim.Az Anarim.Az Sayt Rehberliyi ile Elaqe Saytdan Istifade Qaydalari Anarim.Az 2004-2023 |