μαθαίνω αόριστοσ - Axtarish в Google
μαθαίνω, πρτ.: μάθαινα, στ.μέλλ.: θα μάθω, αόρ.: έμαθα, παθ.φωνή: μαθαίνομαι, μτχ.π.π.: μαθημένος. αποκτώ γνώσεις πάνω σε ένα αντικείμενο. Greek · Καλομαθαίνω · Κακομαθαίνω
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ. Οριστική. μαθαίνω ; ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ. Εξακολουθητικός. θά μαθαίνω ; ΑΟΡΙΣΤΟΣ. Οριστική. έμαθα ; ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ. Οριστική. έχω μάθει ...
Συμπληρώνω τα ρήματα στον Αόριστο προσέχοντας την ορθογραφία των ρημάτων. Ενεστώτας. Αόριστος ανοίγω ⇨. χαρίζω. ⇨. μαθαίνω.
ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist ; έμαθα έμαθες έμαθε μάθαμε μάθατε έμαθαν, να μάθω να μάθεις να μάθει να μάθουμε να μάθετε να μάθουν, μάθε μάθετε
E, Pres ent, μαθαίνω, μαθαίνουμε, μαθαίνομε. μαθαίνεις, μαθαίνετε. μαθαίνει, μαθαίνουν(ε). Imper fect, μάθαινα, μαθαίναμε. μάθαινες, μαθαίνατε.
30 авг. 2020 г. · Το παρελθόν - Στίχοι Αόριστος – αόριστος χθες μια στιγμή πήγα με τους φίλους μου μια μικρή εκδρομή έτρεξα, έπαιξα, διασκέδασα πολύ Αόριστος ...
Ο Αόριστος των ρημάτων σε -ίζω ψωνίζω ψώνισα χτενίζω χτένισα αγγίζω άγγιξα. Ο ... κατέβηκα Μαθαίνω – έμαθα. Μένω - έμεινα. Μπαίνω – μπήκα. Ξέρω – ήξερα.
Η Αλφαβήτα - τον/των - Ρήματα στον αόριστο (ομαλά) - Αόριστο άρθρο - των ή τον; - μαθαίνω την ώρα - Μαθαίνω το σώμα μου - Μαθαίνω τα ευρώ! - τον ή των;
Ενεργητικός Παρατατικός · ἐμάνθανον ; Μέσος Μέλλοντας · μαθήσομαι ; Ενεργητικός Αόριστος β' · ἔμαθον ; Ενεργητικός Παρακείμενος · μεμάθηκα ; Ενεργητικός Υπερσυντέλικος.
Novbeti >

 -  - 
Axtarisha Qayit
Anarim.Az


Anarim.Az

Sayt Rehberliyi ile Elaqe

Saytdan Istifade Qaydalari

Anarim.Az 2004-2023