α' ενικ. περνάω - περνώ, περνούσα - πέρναγα, θα περνάω - περνώ, να περνάω - περνώ, περνώντας. β' ενικ. περνάς, περνούσες - πέρναγες, θα περνάς ... Ξεπερνάω · Διαπερνάω · Περνάω - Wiktionary, the free... · Καλοπερνάω |
ΑΟΡΙΣΤΟΣ. Οριστική. πέρασα; πέρασες; πέρασε; περάσαμε; περάσατε; πέρασαν. Υποτακτική. νά περάσω; νά περάσεις; νά περάσει; νά περάσουμε; νά περάσετε; νά περάσουν ... |
E, Pres ent, περνάω, περνώ, περνάμε, περνούμε, περνιέμαι, περνιόμαστε. περνάς, περνάτε, περνιέσαι, περνιέστε, περνιόσαστε. περνάει, περνά, περνάν(ε), ... |
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens ; περνάω περνάς περνάει περνάμε περνάτε περνάνε, να περνάω να περνάς να περνάει να περνάμε να περνάτε να περνάνε, πέρνα περνάτε |
Αόριστος, Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική, Προστακτική, Απαρέμφατο. α' ενικ. πήρα, θα πάρω, να πάρω, πάρει. β' ενικ. πήρες, θα πάρεις, να πάρεις, πάρε. γ' ενικ. πήρε ... |
περναω ελληνικα. περναω κλιση. περνάω ελληνικά. περνάω κλίση. περνάω ... αόριστος, παρακείμενος, υπερσυντέλικος, συντελεσμένος μέλλοντας, εξακολουθητικός ... |
Ενεστώτας. Αόριστος. Παίρνω το μολύβι για να γράψω. Πήρε το μωρό στην αγκαλιά της. Πήρε την ομπρέλα του κι έφυγε. Πήρε ένα μπισκότο από το πιάτο. |
ΑΟΡΙΣΤΟΣ. Οριστική. πήρα; πήρες; πήρε; πήραμε; πήρατε; πήραν. Υποτακτική. νά πάρω; νά πάρεις; νά πάρει; νά πάρουμε; νά πάρετε; νά πάρουν. Προστακτική. πάρε ... |
20 нояб. 2023 г. · Το ρήμα παίρνω σημαίνει ότι αποκτώ κάτι, το λαμβάνω, το πιάνω, το κατέχω. Περνώ. περνώ < αρχαία ελληνική περάω-περῶ (μέλλ. περάσω) < πέρας < ... |
ΑΟΡΙΣΤΟΣ. ΜΕΤΟΧΗ. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ. ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ ακουμπάω ακούμπησα ... περνάω πέρασα περάστηκα. περασμένος πετάω πέταξα πετάχτηκα πετα(γ)μένος πετυχαίνω. |
Novbeti > |
Axtarisha Qayit Anarim.Az Anarim.Az Sayt Rehberliyi ile Elaqe Saytdan Istifade Qaydalari Anarim.Az 2004-2023 |